τραπεζήεις

τραπεζήεις
τραπεζ-ήεις, εσσα, εν,
A of, from, or for the table,

κύμβος Nic.Th.526

;

κύνες Opp.C. 1.473

(unless τραπεζήεσσι is dat. pl. of foreg.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τραπεζήεις — εσσα, εν, Α αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τρά* πεζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις), πρβλ. τολμ ήεις] …   Dictionary of Greek

  • τραπεζήεντος — τραπεζήεις of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”